καταμισθοδοτέω-ῶ

καταμισθοφορέω-ῶ

κατάμιτος
κατα·μισθοφορέω-ῶ, solder ou salarier (des citoyens), Ar. Eq. 1352 ; Eschn. 45, 27 ; Thpp. (Ath. 166e).