Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταμολύνω
κατάμομφος
καταμόνας
κατά·μομφος,
ος, ον,
blâmable,
d’où
fâcheux,
Eschl.
Ag.
145
.
Étym.
κατά, μέμφομαι
.