καταπαστέον

κατάπαστος

καταπαταγέω-ῶ
κατάπαστος, ος, ον :
1 saupoudré, jonché, couvert de, dat. Ar. Eq. 502 ; Télécl. (Ath. 268c) ||
2 brodé de, dat. DC. 72, 17 ; Hld. 3, 4.
Étym. καταπάσσω.