καταπατέω-ῶ

καταπάτημα

καταπάτησις
καταπάτημα, ατος (τὸ) [πᾰ] ce qu’on foule aux pieds, Spt. Mich. 7, 10 ; Esaï. 5, 5, etc.
Étym. καταπατέω.