Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταπατέω-ῶ
καταπάτημα
καταπάτησις
καταπάτημα,
ατος
(
τὸ
) [
πᾰ
] ce qu’on foule aux pieds,
Spt.
Mich.
7, 10 ;
Esaï.
5, 5,
etc.
Étym.
καταπατέω
.