Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταπειράζω
καταπειρασμός
καταπειράω-ῶ
καταπειρασμός,
οῦ
(
ὁ
) accès d’un mal,
Diosc.
Th.
3, p. 427
.
Étym.
καταπειράζω
.