καταπέττω

καταπεφνεῖν

καταπεφρονηκότως
κατα·πεφνεῖν, inf. ao. 2 (ind. κατέπεφνον, Il. 6, 183 ; 24, 759 ; Od. 3, 252 ; 4, 534 ; Soph. El. 486, Aj. 901 ; sbj. 3 sg. καταπέφνῃ, Il. 3, 281 ; part. καταπεφνών ou καταπέφνων, Il. 17, 539) tuer.