Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταύω
καταφαγᾶς
καταφαιδρύνω
καταφαγᾶς,
ᾶ
(
ὁ
) goinfre, glouton,
Eschl.
(
Poll.
6, 40
) ||
E
καταφαγάς,
Mén.
p. 105, 20 Bkk.
Étym.
καταφαγεῖν
.