Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταφαντικός
κατάφαντος
καταφανῶς
κατάφαντος,
ος, ον,
ou
καταφαντός,
ή, όν,
qu’on peut
ou
qu’on doit affirmer,
DL.
7, 65
.
Étym.
κατάφημι
.