Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταφατίζω
καταφατικός
καταφαυλίζω
καταφατικός,
ή, όν
[
φᾰ
]
1
affirmatif,
Plut.
M.
1047
d
||
2
emphatique,
Dysc.
Pron.
322
a
.
Étym.
κατάφημι
.