Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταφλεξίπολις
κατάφλεξις
καταφλογίζω
κατά·φλεξις,
εως
(
ἡ
) action de faire brûler,
Luc.
Salt.
39
.
Étym.
καταφλέγω
.