καταφοϐέω-ῶ

κατάφοϐος

καταφοιϐάζω
κατά·φοϐος, ος, ον, épouvanté, Plut. Dio. 4 ; τι, Pol. 1, 39, 12, de qqe ch. ; ou avec μή, Pol. 10, 7, 7, que, etc.
Étym. κ. φέϐομαι.