Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταφρονητέον
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφρονητής,
οῦ
(
ὁ
) qui méprise, contempteur de,
gén.
Plut.
Brut.
12 ;
Jos.
B.J.
2, 8, 3
.
Étym.
καταφρονέω
.