καταφροντίζω

καταφρύαγμα

καταφρυάττομαι
καταφρύαγμα, ατος (τὸ) hennissement d’un cheval qui se cabre, d’où orgueil, Epict. Ench. 3, 26 dout.
Étym. καταφρυάττομαι.