Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταπιέζω
καταπίεσις
καταπιθανεύομαι
καταπίεσις,
εως
(
ἡ
) action de comprimer,
Th.
C.P.
2, 1, 4
.
Étym.
καταπιέζω
.