Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταπικραίνω
κατάπικρος
καταπιλέω-ῶ
κατά·πικρος,
ος, ον,
très amer,
Spt.
Sam.
2, 17, 8 ;
Symm.
Job
6, 3
.
Étym.
κ. πικρός
.