καταπιστόομαι-οῦμαι

καταπίστωσις

καταπιττόω
καταπίστωσις, εως () garantie, caution, Arstt. fr. 92 ; Plut. M. 287d ; au plur. Plut. Pel. 18.
Étym. καταπιστόομαι.