Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταπιττόω
καταπλαγής
κατάπλασις
καταπλαγής,
ής, ές
[
ᾰγ
] frappé de crainte,
Pol.
1, 7, 6
.
Étym.
καταπλήσσω,
cf.
καταπληγής
.