κατάπλασις

κατάπλασμα

καταπλασμάτιον
κατάπλασμα, ατος (τὸ) enduit qu’on applique :
1 emplâtre, fard, Ar. fr. 309, 12 ||
2 cataplasme, Th. H.P. 9, 11, 14.
Étym. καταπλάσσω.