καταπλέω

κατάπλεως

καταπληγής
κατά·πλεως, ως, ων, plein de, rempli de, gén. Xén. Cyr. 8, 3, 30 ; Plut. M. 498e ; dat. App. Lib. 117.
Étym. κ. πλέως.