Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταπλουτομαχέω-ῶ
κατάπλυμα
καταπλυντηρίζω
κατάπλυμα,
ατος
(
τὸ
) [
ῠ
] lavage,
Syn.
Febr.
p. 234,
au plur.
Étym.
καταπλύνω
.