καταπότιον

κατάποτον

καταπότρα
κατάποτον, ου (τὸ)
1 médicament qu’on avale sans le mâcher, pilule, Hpc. 407, 32, etc. ; Th. H.P. 9, 20, 2 ||
2 au pl. aliments, en gén. Arét. p. 97, 20.
Étym. καταπίνω.