καταψυχραίνω

κατάψυχρος

καταψύχω
κατά·ψυχρος, ος, ον [] très froid, Diosc. 2, 86 ; 5, 176 ; Gal. 2, 277 ; A. Aphr. Probl. 2, 55, etc.
Étym. κ. ψυχρός.