Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταψοφέω-ῶ
καταψυκτικός
κατάψυξις
καταψυκτικός,
ή, όν,
rafraîchissant,
Arstt.
Respir.
18, 1
.
Étym.
καταψύχω
.