Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταψηφίζω
καταψήφισις
καταψήφισμα
καταψήφισις,
εως
(
ἡ
) [
ῐσ
] décret de condamnation,
Ant.
112, 2 ;
DC.
36, 21,
etc.
Étym.
καταψηφίζομαι
.