κατάπτομαι

κατάπτυστος

καταπτύστως
κατάπτυστος, ος, ον, conspué, digne de mépris, Eschl. Eum. 68, Ch. 632 ; Eur. Tr. 1024 ; Dém. 236, 22 ; 240, 10 ||
E Fém. -η, Anacr. (Poll. 2, 103).
Étym. καταπτύω.