Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταπυρπολέω-ῶ
κατάπυρρος
καταπυτίζω
κατά·πυρρος,
ος, ον,
tout à fait roux,
Diosc.
2, 184
.
Étym.
κ. πυρρός
.