καταπωμάζω

κατάρα

καταράκτης
κατ·άρα, ας () [ᾰᾰρ] imprécation, Eschl. Sept. 725 ; Eur. Hec. 945, etc. ; Plat. 2 Alc. 143b, etc. ||
E Ion. κατάρη, Hdt. 1, 165.
Étym. κ. ἀρά.