καταράσσω

κατάρατος

κατάρϐυλος
κατάρατος, ος, ον [τᾱᾱ] digne d’exécration, maudit, Eur. Med. 112, etc. ; Ar. Ran. 178, etc. ; Dém. 174, 24, etc. ||
Cp. -ότερος, Dém. 298, 28 ; sup. -ότατος, Soph. O.R. 1345.
Étym. καταράομαι.