καταριθμέω-ῶ

καταρίθμησις

καταριθμητέον
καταρίθμησις, εως () [ᾰρ] action de compter, dénombrement, M. Ant. 1, 4, 39 ; Jos. c. Ap. 1, 21.
Étym. καταριθμέω.