καταρκέω-ῶ

καταρκτικός

καταρνέομαι-οῦμαι
καταρκτικός, ή, όν, qui commence : τὸ καταρκτικὸν αἴτιον, Plut. M. 1056b, la cause première.
Étym. κατάρχω.