Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταρόω-ῶ
καταρραγή
καταρρᾳθυμέω-ῶ
καταρραγή,
ῆς
(
ἡ
) [
ᾰγ
] déchirement, lacération,
Lyc.
256
.
Étym.
καταρρήγνυμι
.