καταρράπτω

καταρράσσω

καταρραφή
κατα·ρράσσω (ao. κατέρραξα) c. καταρρήγνυμι, Spt. Ps. 73, 16 ; 88, 45 ; 101, 11 ; Sir. 46, 6 ; DS. 2, 490 L. Dind., etc.