καταρριπίζω

καταρριπισμός

καταρριπτέω-ῶ
καταρριπισμός, οῦ () [ῑπ] action d’être jeté ou porté en bas ou dans le sens de, Sor. Obst. p. 218 Erm.
Étym. καταρριπίζω.