καταρροπία

κατάρροπος

κατάρρους
κατάρροπος, ος, ον :
1 qui penche, Orib. p. 236 Matthäi ||
2 qui tend à baisser, Hpc. Epid. 1165b ||
3 fig. qui décroît, Hpc. 48, 30 ; 49, 7.
Étym. καταρρέπω.