κατάρρυθμος

καταρρυπαίνω

καταρρυπόω-ῶ
κατα·ρρυπαίνω [] souiller, salir, fig. Isocr. 245d, 407d ; Plat. Leg. 919e ; joint à καταμιαίνειν, Leg. 937d.
Étym. κ. ῥυπαίνω.