καταρρυής

καταρρυθμίζω

κατάρρυθμος
καταρρυθμίζω, ordonner avec mesure, ajuster, proportionner, Hld. 3, 3 ; Lgn 41, 2 ; fig. Ath. 179a.
Étym. κατάρρυθμος.