καταρρώξ

κάταρσις

καταρτάω-ῶ
κάταρσις, εως () lieu de débarquement, point abordable d’une côte, Thc. 4, 26 ; Plut. Pomp. 65, etc. ; El. V.H. 9, 16, etc.
Étym. καταίρω.