κατασκοπικός

κατάσκοπος

κατασκορπίζω
κατά·σκοπος, ου ()
1 espion ou éclaireur, Hdt. 1, 100 ; Thc. 8, 6 ; Xén. Cyr. 6, 1, 18 ; Eur. Rhes. 125 ; Ar. Th. 588 ||
2 inspecteur, Thc. 4, 27.
Étym. κατασκέπτομαι.