κατασκοπέω-ῶ

κατασκοπή

κατασκοπία
κατασκοπή, ῆς () observation, Att. ; au pl. Thc. 6, 34 ; πέμπειν εἰς κατασκοπήν, Soph. Ph. 45 ; Eur. Bacch. 836 ; ἐπὶ κατασκοπῇ, Xén. Cyr. 6, 2, 9 ; ἐπὶ τὴν κατασκοπήν, Pol. 3, 95, 8 ; κατασκοπῆς ἕνεκα, Xén. An. 7, 4, 13, envoyer pour observer ou reconnaître.
Étym. κατασκέπτομαι.