κατασκήνωμα

κατασκήνωσις

κατασκήπτω
κατασκήνωσις, εως () action de planter sa tente, d’où :
1 tente, demeure, Pol. 1, 26, 5 ||
2 nid, NT. Matth. 8, 20.
Étym. κατασκηνόω.