κατασπαστικός

κατασπαταλάω-ῶ

κατασπάω-ῶ
κατα·σπαταλάω-ῶ (seul. prés.) [πᾰτᾰ] vivre dans la mollesse, Anth. 11, 402 ; Spt. Amos 6, 4 ; Prov. 29, 21.