Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατασπεύδω
κατάσπιλος
κατασποδέω-ῶ
κατά·σπιλος,
ος, ον
[
ῑ
] taché, souillé,
Porph.
Abst.
4, 7, p. 315
(
κ. σπίλος 2
).