Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταστασιάζω
καταστασιαστικός
κατάστασις
καταστασιαστικός,
ή, όν
[
στᾰ
] séditieux,
Hld.
7, 19
.
Étym.
καταστασιάζω
.