καταστίζω

κατάστικτος

καταστιλϐόω-ῶ
κατάστικτος, ος, ον, piqueté, tacheté, moucheté, Soph. fr. 16 ; Eur. Bacch. 696 ; Arstt. H.A. 8, 3, 9, etc.
Étym. καταστίζω.