καταστροφικῶς

κατάστρωμα

καταστρώννυμι
κατάστρωμα, ατος (τὸ)
1 pont de navire, Hdt. 8, 118, 119 ; Thc. 1, 49, etc. ; Xén. Hell. 1, 4, 7, etc. ||
2 en gén. plancher inférieur, niveau ou plan du rez-de-chaussée, Athénée méc.
Étym. καταστρώννυμι.