κατασημαντικός

κατασήπω

κατασθενέω-ῶ
κατα·σήπω :
1 tr. faire pourrir, Xén. Cyr. 8, 2, 22 ; au pass. (f. 2 κατασαπήσομαι, ao. 2 κατεσάπην) pourrir, être pourri, Xén. Cyr. 8, 2, 22 ; Plat. Phæd. 86c, etc. ||
2 intr. (au pf. κατασέσηπα) être pourri, Ar. Pl. 1035.