Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταταινιόω-ῶ
κατατάκερος
κατατακτέον
κατα·τάκερος,
ος, ον
[
ᾰκ
] très mou,
Gal.
6, 669
.
Étym.
κ. τακερός
.