Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατάθεμα
καταθεματίζω
καταθερμαίνω
καταθεματίζω
[
μᾰ
]
c.
καταναθεματίζω,
NT.
Matth.
26, 74
.
Étym.
v. le préc.