καταθερμαίνω

κατάθεσις

καταθετέον
κατάθεσις, εως () action de déposer, particul. dépôt dans le sol (d’une semence, etc.) DS. 2, 53 ; Geop. 4, 3, 4, etc. ; fig. cessation, Anon. (Suid. vo καταθέσει).
Étym. κατατίθημι.