καταθνητός

καταθοινάομαι-ῶμαι

καταθολόω-ῶ
κατα·θοινάομαι-ῶμαι (ao. κατεθοινησάμην, Es. 14 Halm ; ao. avec forme pass. κατεθοινήθην, Ath. 283b) se repaître de, dévorer.